ψέφω

ψέφω
Α
(κατά τον Ησύχ.)
1. «δέδοικα, λυπῶ, φροντίζω»
2. «ψέφει
ἐντρέπει».
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η σύνδεση τού τ. τόσο με τη λ. ψόφος «κρότος, θόρυβος» όσο και με τη λ. ψέφας «σκοτάδι», παρ' ότι δεν γεννά μορφολογικά προβλήματα, προσκρούει σε σοβαρές σημασιολογικές δυσχέρειες, ιδιαίτερα όσον αφορά τη σημ. τού ρ. «φροντίζω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • καταψέφω — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «κατασκοτίζω». [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ψέφω (< ψέφως «σκότος»). Αβέβαιη η σύνδεση τού β συνθετικού με το ρ. ψέφω «φροντίζω» που εμφανίζεται ως β συνθετικό στο ρ. μεταψέφω «αλλάζω γνώμη»] …   Dictionary of Greek

  • μεταψέφω — (Α) (κατά τον Ησύχ.) 1. «μεταβουλεύομαι» 2. (απρμφ.) «μεταψέφειν μεταμελεῑσθαι». [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + ψέφω «είμαι φοβισμένος, ανήσυχος»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”